φτωχομαχαλάς

φτωχομαχαλάς

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φτωχομαχαλάς" в других словарях:

  • φτωχομαχαλάς — ο, Ν φτωχογειτονιά …   Dictionary of Greek

  • φτωχομαχαλάς — ο πληθ. άδες, φτωχογειτονιά (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτωχογειτονιά — η, Ν συνοικία όπου κατοικούν φτωχοί, φτωχομαχαλάς …   Dictionary of Greek

  • φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… …   Dictionary of Greek

  • φτωχογειτονιά — η γειτονιά όπου κατοικούν φτωχοί, φτωχομαχαλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»